κόπρα

κόπρα
Η αποξηραμένη ψίχα (σαρκώδες ενδοσπέρμιο) της ινδικής καρύδας, δηλαδή του καρπού του κοκκοφοίνικα. Βλ. λ. κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος.
* * *
η
βοτ. ενδοκάρπιο τού κοκοκαρύου από το οποίο έχει αφαιρεθεί το περίβλημα και το οποίο έχει υποστεί αποξήρανση και είναι έτοιμο να παραδοθεί για άλεσμα για να εξαχθεί το λάδι τού κοκοφοίνικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copra < μαλαισιανή πίτζιν (παρεφθαρμένη τοπική γλώσσα) copra < μαλαισιανό coppara, ίσως < χίντι (γλώσσα τής Ινδίας) khoprā].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπρά — Η αποξηραμένη ψίχα (σαρκώδες ενδοσπέρμιο) της ινδικής καρύδας, δηλαδή του καρπού του κοκκοφοίνικα. Βλ. λ. κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος. * * * η βλ. κοπριά …   Dictionary of Greek

  • Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • отъроуби — ОТЪРОУБ|И 2 (1*), ИИ с. мн. То же, что отърѹби1: мы же сами себе звѣрми створимы. и толми ѿ пища растлѣхо(м). или неистови быхо(м). или не имамъ. что гл҃ти. ˫ако вкупѣ пѣску и отрубе(м). ˫аже злѣ при˫ахо(м). и е(с)тву быти и лучшимъ ихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • Αλόρ — Νησί (2.098 τ. χλμ., περ. 80.000 κάτ.) της Ινδονησίας, στην ομάδα των Μικρών Νησιών της Σούνδης, του αρχιπελάγους της Σούνδης. Η υψηλότερη κορυφή του λέγεται Καλαμπάχι (1.765 μ.). Το νησί, που παράγει κόπρα και ρύζι, έχει πρωτεύουσα το λιμάνι… …   Dictionary of Greek

  • Βίσμαρκ, αρχιπέλαγος — (Bismarck Archipelago).Νησιωτικό σύμπλεγμα (49.730 τ. χλμ.) του κράτους Παπούα Νέα Γουινέα στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό.Περιλαμβάνεται μεταξύ του Ισημερινού και νότιου γεωγραφικού πλάτους 7° και μεταξύ 145° και 155° ανατολικού μήκους. Το… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλις και Φουτούνα — Επίσημη ονομασία: Γουόλις και Φουτούνα (Wallis and Futuna) Έκταση: 274 τ. χλμ. Πληθυσμό 15.020 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μάτα Ούτου (Mata Utu, 1.500 κάτ. το 2002)Διπλό αρχιπέλαγος στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό που αποτελεί υπερπόντιο διοικητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κελάνταν — (Kelantan). Πολιτεία (15.024 τ. χλμ., 1.313.014 κάτ. το 2000) της Μαλαισίας, στη Μαλαϊκή χερσόνησο, στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Στα Β συνορεύει με την Ταϊλάνδη. Πρωτεύουσά της είναι η Κότα Μπάρου (Kota Baru, 400.321 κάτ. το 2000). Τα κυριότερα… …   Dictionary of Greek

  • Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”